- ολιγομερής
- -ές1. αυτός που αποτελείται από λίγα μέρη2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγομερέςπολυμερής χημική ένωση το μόριο τής οποίας αποτελείται από μικρό αριθμό μονάδων μονομερούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -μερής (< μέρος*)].
Dictionary of Greek. 2013.